δεύρο

δεύρο
1204 δεῦρο
{нареч., 9}
сюда!, давай сюда!, иди сюда!, приди!, гряди!; с 891 (ἄχρι) обозн. доныне.
Ссылки: Мф. 19:21; Мк. 10:21; Лк. 18:22; Ин. 11:43; Деян. 7:3, 34; Рим. 1:13; Откр. 17:1; 21:9.*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "δεύρο" в других словарях:

  • δεύρο — δεῡρο και δεύρω και αιολ. δεῡρυ και αττ. επιτ. δευρί και δεῡρε και δευρεί) (Α) 1. (με ρήματα κινήσεως σημαντικά) εδώ, προς τα εδώ («ἦλθον αἰχμητάων δεῡρο μαχησόμενος», Ιλ.) 2. φρ. «τὰ δεῡρο» τα αισθητά όντα 3. (σε συζητήσεις, επιχειρήματα και… …   Dictionary of Greek

  • δεῦρο — hither indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεῦρ' — δεῦρο , δεῦρο hither indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευρί — δεῦρο hither indeclform iota̱intens (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεύρω — δεῦρο hither indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευρί — επίρρ. (Α) αττ. επιτ. τ. τού δεύρο*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δεύρο] …   Dictionary of Greek

  • ούνει — οὔνει (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Αρκάδες) «δεῡρο δράμε». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οὔνει, όπως και οι τ. οὔνης «κλέπτης», οὔνιος «δρομεύς, κλέπτης, πρέπει να έχουν προέλθει κατ αποκοπή από τα σύνθ. ἐριούνης και ἐριούνιος, λέξεις αβέβαιης σημασίας και… …   Dictionary of Greek

  • τή — Α (επικ. προστ. ως επιφών.) να, άκου (α. «τῆ, σπεῑσον Διὶ πατρί» Ομ. Ιλ. β. «τῆ, πίε οἶνον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. τ. οργανικής πτώσης σχηματισμένος από το θ. το τού οριστικού άρθρου (πρβλ. IE *tod, βλ. λ. ο, η, το), ο οποίος αντιστοιχεί με το… …   Dictionary of Greek

  • au-4, u- (: u̯ē̆-, u̯o-) —     au 4, u (: u̯ē̆ , u̯o )     English meaning: that; other     Deutsche Übersetzung: Pronominalstamm “jener”, also gegenũberstellend “alter, alius”, “andrerseits, hinwiederum”, in zwei aufeinanderfolgenden Satzgliedern gesetzt “dér einerseits… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • овамо — нареч. там, туда , церк., сербск. цслав. овамо δεῦρο, болг. овам – то же, сербохорв. о̀вамо, словен. оvа̑m. От *оvъ (см. овый), как ст. слав. тамо от тъ (см. там, тот) …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»